περιτράνως

περιτράνως

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περιτράνως" в других словарях:

  • περιτράνως — περίτρανος very distinct adverbial περίτρανος very distinct masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίτρανος — η, ο / περίτρανος, ον ΝΜΑ απόλυτα σαφής, καταφανής και πειστικός (α. περίτρανη απόδειξη» β. «περίτρανος ῥήτωρ») νεοελλ. φημισμένος, περίφημος μσν. αρχ. αυτός που ακούγεται καθαρά αρχ. φρ. «περίτρανα λαλώ» μιλώ με τέλεια άρθρωση. επίρρ...… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»