περιτράνως
Смотреть что такое "περιτράνως" в других словарях:
περιτράνως — περίτρανος very distinct adverbial περίτρανος very distinct masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίτρανος — η, ο / περίτρανος, ον ΝΜΑ απόλυτα σαφής, καταφανής και πειστικός (α. περίτρανη απόδειξη» β. «περίτρανος ῥήτωρ») νεοελλ. φημισμένος, περίφημος μσν. αρχ. αυτός που ακούγεται καθαρά αρχ. φρ. «περίτρανα λαλώ» μιλώ με τέλεια άρθρωση. επίρρ...… … Dictionary of Greek